τέρψεως

τέρψεως
τέρψεω̆ς , τέρψις
enjoyment
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαριετέ — Ελαφρύ θεατρικό είδος, χωρίς ενιαία υπόθεση, με επικρατέστερο τον μουσικό χαρακτήρα. Ο όρος σημαίνει και το θέατρο όπου παρουσιάζεται το β. Ως θέαμα μπορεί να αναχθεί στις μεσαιωνικές παραστάσεις των γελωτοποιών. Στοιχεία του β. υπάρχουν και στο… …   Dictionary of Greek

  • ηδονισμός — Όρος που στη φιλοσοφία σημαίνει κάθε ηθική αντίληψη που θέτει θεμέλιό της την επιδίωξη της ηδονής. Συχνά χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ωφελιμισμού και του ευδαιμονισμού, όρων σχετικών με τις θεωρίες που περιορίζουν τον σκοπό της ζωής στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”